- παμμέλας
- παμμέλας, -αινα, -αν (Α)ολόμαυρος, κατάμαυρος («βόες παμμέλανες», Αιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + μέλας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παμμέλας — παμμέλᾱς , παμμέλας all black masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμέλαν — παμμέλας all black masc voc sg παμμέλας all black neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμέλανα — παμμέλας all black neut nom/voc/acc pl παμμέλας all black masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμέλαινα — παμμέλας all black fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμέλαιναν — παμμέλας all black fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμέλανας — παμμέλας all black masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμέλανες — παμμέλας all black masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμέλανος — παμμέλας all black masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμέλαν' — παμμέλανα , παμμέλας all black neut nom/voc/acc pl παμμέλανα , παμμέλας all black masc acc sg παμμέλανι , παμμέλας all black masc/neut dat sg παμμέλανε , παμμέλας all black masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek